- ἔλλοπες
- ἔλλοψdumbmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ЭПИР — • Epīrus, Ήπειρος (материк), западная область северной Греции, в 200 кв. миль приблизительно, граничила на западе с Ионийским морем, на востоке с Фессалией, на севере с Иллирией, на юге с Амбрикийским заливом, Акарнанией и Этолией.… … Реальный словарь классических древностей
Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς … Dictionary of Greek